Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011
Λουντμίλα
Αγαπημένη μου Λουντμίλα,
πες μου, γιατί σωπαίνεις; Μίλα!
Γιατί κοιτάζεις στο ταβάνι;
Τι σού ’φταιξα, τι σού ’χω κάνει;
Το χέρι σου το παγωμένο,
τώρα σού το βαστώ σαν ξένο!
Και σού χτενίζω τα μαλλιά σου,
που ’ναι ξερόκλαδα του δάσου!
Ποιος από μένα σ’ έχει κλέψει,
το ’χω συνέχεια στη σκέψη.
Πού ταξιδεύεις, σε ποια πλάτη,
μήπως μού κάκιωσες για κάτι;
Λούντα γλυκιά, Λούντα μοιραία,
μαζί θα φύγουμε, παρέα!
Θα βρούμε τα χρυσά παλάτια,
που ’βλεπα μες στα δυο σου μάτια!
Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011
Εν ύπνω
Θα κοιμηθώ αγκαλιάζοντας το μαξιλάρι
και θα με φέρει ο ύπνος στου όνειρου τη γη,
εκεί, από μένανε κανείς δε θα σε πάρει,
θα σ’ έχω δίπλα μου κι απόψε, ως την αυγή.
Είμαι καλά, δεν έχω ζάλη εδώ και μέρες,
έτσι βυθίζομαι στον ύπνο μου γλυκά,
λεφτά μάς λείπανε να φτιάξουμε τις βέρες,
μα, κάθε που ’ρχομαι, σού φέρνω και γλυκά.
Αγάπη μου, μόλις βρεθώ στην αγκαλιά σου,
πια δε φοβάμαι σαν σπουργίτι τ’ ουρανού,
είμαι πανίσχυρος, γι’ αυτό τους άλλους νοιάσου,
που ζουν μονάχοι τους με σαλεμένο νου.
Υπάρχει μια ρωγμή στον τοίχο και παγώνω,
σκεπάζομαι όμως και τα ρούχα μου φορώ,
δεν το περίμενα πως χρόνο με το χρόνο,
με πιο μεγάλο πόθο θα σε λαχταρώ.
Αστεία-αστεία, μαζί περνάμε όλη τη νύχτα,
σ’ ένα μονό κρεβάτι που ’χω από παιδί,
στη μάνα στέλνω βιαστικά το «καληνύχτα»
και τρέμω κάποτε μην τύχει και μας δει.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)