Πήρε στον ώμο το σταμνί
και βγήκε στην αυλή γυμνή.
Βγήκε στον κήπο για νερό
κι εγώ ν’ αντέξω δεν μπορώ.
Πέφτω στη γης, του θανατά
κι ένας περάτης με ρωτά:
«Μήνα σε βρήκαν μπαλωθιές
κι έχεις πληγές πολύ βαθιές;
Μη σε χαράκωσε κανείς,
βαριανασαίνεις και πονείς».
«Μηδέ με βρήκαν μπαλωθιές
κι ας έχω τις πληγές βαθιές.
Μηδέ κανείς με χάραξε,
μια κόρη με συντάραξε.
Είδα στητή τη ρόγα της
και των ματιών τη φλόγα της».
«Σύρε, τράβα και μίλα της,
μες στης καρδιάς τα φύλλα της.
Πες της, να μένει σου πιστή,
σε μοναστήρι μην κλειστεί,
ν' ανάβει τα καντήλια της,
με τρέμουλο στα χείλια της».
Σηκώθηκα ο φτωχός, να ’ρθώ,
στον ουρανό και στο βυθό.
Άλλος τη βάσταγε αγκαλιά
και τήνε γιόμιζε φιλιά.
Π.Θ.Τ.
και βγήκε στην αυλή γυμνή.
Βγήκε στον κήπο για νερό
κι εγώ ν’ αντέξω δεν μπορώ.
Πέφτω στη γης, του θανατά
κι ένας περάτης με ρωτά:
«Μήνα σε βρήκαν μπαλωθιές
κι έχεις πληγές πολύ βαθιές;
Μη σε χαράκωσε κανείς,
βαριανασαίνεις και πονείς».
«Μηδέ με βρήκαν μπαλωθιές
κι ας έχω τις πληγές βαθιές.
Μηδέ κανείς με χάραξε,
μια κόρη με συντάραξε.
Είδα στητή τη ρόγα της
και των ματιών τη φλόγα της».
«Σύρε, τράβα και μίλα της,
μες στης καρδιάς τα φύλλα της.
Πες της, να μένει σου πιστή,
σε μοναστήρι μην κλειστεί,
ν' ανάβει τα καντήλια της,
με τρέμουλο στα χείλια της».
Σηκώθηκα ο φτωχός, να ’ρθώ,
στον ουρανό και στο βυθό.
Άλλος τη βάσταγε αγκαλιά
και τήνε γιόμιζε φιλιά.
Π.Θ.Τ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου