
Θα σε δω, γυμνή μου φίλη,
να ποτίζεις την αυλή σου
κι όπως θα περνώ το δείλι,
θα μού πεις, «ώρα καλή σου».
Φουσκωμένος απ’ τον πόθο,
βιαστικά θα γνέψω «γεια σου»,
τι ντροπή φριχτή θα νιώθω,
κόκκινος σαν την μπογιά σου.
Πώς μπορείς γυμνή να βγαίνεις,
να σε βλέπουν οι γειτόνοι,
τη γιαγιά σου να πικραίνεις,
που μαζί σου μένει μόνη;
– Η γιαγιά μου, με τις κότες,
στην καρέκλα της κοιμάται,
το πορτί μου ανοίγω τότες
κι οι γειτόνοι λεν, «ορμάτε!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου