Τρίτη 12 Απριλίου 2011
Ο αρχιτέχτονας
Με πήρε ο ύπνος κι έγειρα
στα στήθη σου, Λουκία
και στ’ όνειρό μου ανέγειρα
μια πολυκατοικία.
Μ’ εξήντα-δυο πατώματα,
ψηλή σαν τη μορφή σου,
να ξεκινώ απ’ τα χώματα,
να φτάνω στην κορφή σου.
Η γριά μου γι’ αρχιτέχτονα
μ’ έστελνε στο Μετσόβιο,
μα παίχτονα και παίχτονα
κόλλησα άλλο μικρόβιο.
Κοιμήθηκα και χύθηκε
στο στρώμα το σιρόπι
και συ φωνάζεις: «Πίθηκε,
πού ’ν’ οι καλοί σου τρόποι»;
Μη μού θυμώνεις κι έχτισα,
σπίτι για σένα, με άπλα,
δίπλωμα δεν απέχτησα,
μα έχω πτυχίο στην ξάπλα.
Παρασκευή 1 Απριλίου 2011
Γυμνή
Θα σε δω, γυμνή μου φίλη,
να ποτίζεις την αυλή σου
κι όπως θα περνώ το δείλι,
θα μού πεις, «ώρα καλή σου».
Φουσκωμένος απ’ τον πόθο,
βιαστικά θα γνέψω «γεια σου»,
τι ντροπή φριχτή θα νιώθω,
κόκκινος σαν την μπογιά σου.
Πώς μπορείς γυμνή να βγαίνεις,
να σε βλέπουν οι γειτόνοι,
τη γιαγιά σου να πικραίνεις,
που μαζί σου μένει μόνη;
– Η γιαγιά μου, με τις κότες,
στην καρέκλα της κοιμάται,
το πορτί μου ανοίγω τότες
κι οι γειτόνοι λεν, «ορμάτε!».
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)